DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb
acropachydermie f
med. βραχυμελία; οστεογεννητική δυστροφία; μικρομελία
acropachydermie v
med. σύνδρομο Brugsch; ακροπαχυδερμία; παχυδερμία των άκρων