DictionaryForumContacts

   French Greek
Google | Forvo | +
Cadre
 cadre
busin. labor.org. στέλεχος επιχείρησης; υπάλληλος διεύθυνσης
commun. βροχοκεραία; κεραία πλαίσιο
econ. στέλεχος
el. πλαίσιο
forestr. σασί
industr. construct. met. πλαίσιο ενάρξεως υαλοταινίας "γκλάς"
transp. avia. δομικό πλαίσιο; νομέας
communautaire | temporaire
 temporaire
lab.law. έκτακτος υπάλληλος
pour | les
 lait
econ. γάλα
| aides d'État
 aides d'Etat
ed. IT ενισχύσεις
destinées | à
 a
polit. agric. tech. a
favoriser | l
 l
tech. μήκος
| accès au financement
 accès au financement
busin. πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις
dans | le
 lait
econ. γάλα
| contexte
 contexte
comp., MS περιβάλλον
| de
 dé
hobby ζάρι
| la
 lait
econ. γάλα
| crise
 crise
med. κριτικό σημείο
économique | et
 ET
comp., MS λογικό ΚΑΙ
financière actuelle
- only individual words found

noun | verb | to phrases
cadre m
busin., labor.org. στέλεχος επιχείρησης
commun. βροχοκεραία; κεραία πλαίσιο
forestr. σασί
transp., avia. δομικό πλαίσιο; νομέας
cadres m
lab.law. προσωπικό εποπτείας
cadre v
gen. κλάδος
agric. πλαίσιο κυψέλης
busin., labor.org. υπάλληλος διεύθυνσης
coal., met. πλαίσιο θύρας
construct. συνδετήρας
econ. στέλεχος
el. πλαίσιο
empl. διοικητικό στέλεχος
environ. ανάχωμα/άκρο/παρυφή/μεθόριος
immigr., tech. πλαίσιο πιεστηρίου
industr., construct., met. πλαίσιο ενάρξεως υαλοταινίας "γκλάς"
IT, dat.proc. εγγραφή; κατάλογος ιδιοτήτων; μονάδα; σχήμα
mater.sc. πλαίσιο ανοχής
mech.eng. ----
mech.eng., construct. πλαίσιον
transp. κιβώτιο
transp., avia. πλαίσιο δομής
transp., mil., grnd.forc. σκελετός
cadres v
lab.law. εξειδικευμένο προσωπικό
lab.law., transp. εξειδικευμένοι
law, lab.law., agric. στελεχικό δυναμικό
cadrer v
IT, tech. ευθυγραμμίζω
Cadre communautaire temporaire pour les aides d'État: 1 phrase in 1 subject
Finances1