ayant droit | |
gen. | διάδοχος; εκδοχέας; διάδοχος' ο έλκων δικαίωμα; ο έλκων δικαίωμα |
fin. econ. | δικαιούχος |
réduire | |
comp., MS | συρρίκνωση |
| |||
διάδοχος; εκδοχέας; διάδοχος' ο έλκων δικαίωμα; ο έλκων δικαίωμα | |||
δικαιούχος | |||
νόμιμος διάδοχος; δικαιούχος μιας κοινωνικής παροχής; έλκων δικαιώματα από άλλον |
à droit: 485 phrases in 46 subjects |