DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
υποχρεωτική άδεια υπέρ εξαρτημένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ; υποχρεωτική άδεια λόγω αλληλεξάρτησης
patents. licencia obligatoria por dependencia