DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
αποκλειστικά υποπροϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται σαν εισροές για την παραγωγή άλλων προϊόντων
econ. subproductos exclusivos, que sirven de materia prima en la fabricación de otros productos