DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
ιδιωτικό τηλεφωνικό κέντρο αυτόματης εξωτερικής διακλάδωσης' αυτόματο συνδρομητικό κέντρο
commun., tech. commutateur privé; standard automatique privé