DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Block m m -(e)s, Blöcke
IT, dat.proc. block
met., el. πλίνθωμα; ράβδος μετάλλου; χελώνα
Block v
agric. τρόχιλος
agric., coal. διαδοκίς,τραβέρσα,ακατέργαστος κορμός
agric., construct. προνομιακή ζώνη κατά το "Block system"
coal. τέμαχος
construct. λιθόσωμα; μπλόκι
el. μονάδα της γεννήτριας
energ.ind. μονάδα θερμοηλεκτρικού σταθμού
fish.farm., mech.eng. μακαράς; τροχαλία
forestr. τμήμα δάσους; κορμοτεμάχια ξύλου; κορμοτεμάχιο
hobby συγκρότημα γραμματοσήμων
industr., construct. κορμός; υποστήριγμα
industr., construct., met. μπλόκ γυαλιού
IT ορθογώνια περιοχή; ψήγμα γνώσης; πλοκάδα
IT, dat.proc. λογική ενότητα; φυσική εγγραφή
med. αποκλεισμός; καρδιακός αποκλεισμός; φραγμός; εμπόδιο
met. μη σιδηρούχο πλίνθωμα
met., el. όγκος μετάλλου
stat. τμήμα; Μπλόκ; κλάσις; μπλοκ; ομάδα
transp. ελεύθερη τροχαλία; παλάγκο; σύσπαστο
Blocken v
chem. μπλοκάρισμα
IT ομαδοποίηση
met. κόλλημα; συγκόλληση
block
: 156 phrases in 25 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Coal1
Communications10
Earth sciences2
Economy3
Electronics11
Environment2
Fish farming pisciculture1
Food industry1
General3
Health care1
Industry4
Information technology21
Insurance1
Life sciences1
Mathematics7
Medical43
Metallurgy2
Microsoft1
Obsolete / dated1
Pharmacy and pharmacology4
Statistics13
Transport19
Work flow1