DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
unterdrücken n
med. συγκρατώ συγκρότησα; περιορίζω περιόρισα; καταστέλλω κατέστειλα; παρεμποδίζω παρεμπόδισα; καταπνίγω κατέπνιξα
Unterdrücken n
IT σβήσιμο
unterdrücken v
IT, el. παρεμποδίζω
IT, transp. καθιστώ ανενεργό
unterdrückt: 5 phrases in 1 subject
Information technology5