DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Stammholz n n -es
gen. κούτσουρα
agric. ξύλον κορμού
agric., construct. ξυλεία σε κορμούς; ακατέργαστος πριστή ξυλεία; ξυλεία ακατέργαστη
forestr. κορμοτεμάχιο; κορμοτεμάχια ξύλου
Stammholz
: 1 phrase in 1 subject
Forestry1