DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Locheisen n n -s, =
industr., construct. διατρητικό μηχάνημα; μπλοκέτο για διάτρηση; τρυπητήρι
mech.eng. διατρητήρας; ζουμπάς για διατρητήρα; στιγέας για διατρητήρα; σφικτήρας; μανδρέλιο