DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Dioxin n
chem. 1,4-διοξίνη
med. διοξίνη
med., chem. πολυχλωριωμένη διβενζο-p-διοξίνη; πολυχλωριωμένη διβενζο-παρα-διοξίνη; πολυχλωριωμένη διβενζοδιοξίνη; πολυχλωροδιβενζοδιοξίνη
 German thesaurus
Dioxin n
EU. i>; p<; /i>
Dioxin
: 20 phrases in 3 subjects
Chemistry2
Environment1
Medical17