![]() |
преки чуждестранни инвестиции | |
invest. | ξένες άμεσες επενδύσεις; άμεσες ξένες επενδύσεις; άμεση επένδυση; άμεση ξένη επένδυση |
| |||
ξένες άμεσες επενδύσεις; άμεσες ξένες επενδύσεις; άμεση επένδυση; άμεση ξένη επένδυση |
преки чуждестранни инвестиции: 3 phrases in 1 subject |
Finances | 3 |