|
|
gen. |
ρυθμιζόμενη βάση; ρυθμιζόμενο υποστήριγμα |
agric., industr., construct. |
τάκος |
comp., MS |
υποστήριξη; υποστηρίζω |
construct. |
στήριγμα |
earth.sc., el. |
κάλυκας; λυχνολαβή |
earth.sc., mech.eng. |
έδραση,στήριξη |
el. |
υποδοχή λαμπτήρα; υποστήριξη του νήματος; υποδοχή; αγώγιμη βάση; στήριγμα κρυστάλλου; λυχνιολαβή |
fin. |
στήριξη; σημείο ανάκαμψης τιμών; σημείο στήριξης τιμών |
industr. |
ύφανσιμο προϊόν ενίσχυσης |
industr., construct. |
ενίσχυση; υποστήριγμα; κύλινδρος; μασούρι κυλινδρικό; έδρανο; βάθρο; φορέας; σκελετός |
industr., construct., chem. |
υλικό στήριξης |
IT, el. |
πρίζα |
life.sc. |
βάση επίστρωσης |
mech.eng. |
πόδι-υποδοχέας; συγκρατητής |
med., pharma. |
ικρίωμα |
mun.plan. |
κονσόλα |
stat. |
πεδίο ορισμού |
stat., scient. |
πλαίσιο |
tech., industr., construct. |
μορφή φορέα συσκευασίας; βάση |
transp. |
σαμπάνι ανάρτησης |
|
|
forestr. |
πόδι μηχανήματος |
|
|
construct. |
σκελετός |