DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
solifluxão n
industr., construct., chem. ελαστική παραμόρφωσις εκ σταθεράς φορτίσεως
life.sc., agric. ροή εδάφους; διόγκωσις του εδάφους,ερπυσμός; εδαφοέρπυση; εδαφοροή; ερπυσμός εδάφους; ερπυσμός κορημάτων κεκορεσμένου ύδατος; ερπυσμός κορημάτων κεκορεσμένων με νερό
solifluxão
: 1 phrase in 1 subject
Life sciences1