DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
fuelóleo n
gen. μαζούτ' πετρέλαιο εξωτερικής καύσης
econ. πετρέλαιο εξωτερικής καύσεως
energ.ind., industr. πετρέλαιο θέρμανσης; βαρύ μαζούτ
environ. πετρέλαιο εξωτερικής καύσης; μαζούτ; πετρέλαιο εξωτερικής καύσης/μαζούτ
oil πετρέλαιο εσωτερικής καύσης/ντίζελ
fuelóleo: 7 phrases in 4 subjects
Energy industry3
Environment1
Industry2
Technology1