DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
explosiva adj.
coal., chem. υλικό δυνάμενο να εκραγεί
explosivo adj.
coal., chem. εκρηκτική ύλη; υλικό δυνάμενο να εκραγεί; εκρηκτικό
econ. εκρηκτικές ύλες
environ. εκρηκτική ύλη/εκρηκτικό
Explosivo adj.
chem. Εκρηκτικό·κίνδυνος μαζικής έκρηξης.; Εκρηκτικό· κίνδυνος πυρκαγιάς, ανατίναξης ή εκτόξευσης.
explosiva
: 173 phrases in 23 subjects
Agriculture1
Chemistry33
Coal52
Criminal law2
Earth sciences6
Electronics1
Energy industry1
Environment9
General32
Immigration and citizenship1
Industry5
Labor law3
Law3
Life sciences3
Materials science1
Mathematics1
Mechanic engineering2
Medical3
Natural sciences3
Nuclear and fusion power1
Politics2
Statistics3
Transport5