empregado | |
econ. | υπάλληλος |
empl. | μισθωτός |
immigr. | εργαζόμενος |
tempo | |
environ. | χρόνος; καιρός; φορά; χρονικό διάστημα; ώρα; καιρικές συνθήκες |
inteiro | |
Braz. comp., MS | ακέραιος |
| |||
υπάλληλος | |||
μισθωτός | |||
εργαζόμενος | |||
| |||
μισθωτοί; αμειβόμενο οικιακό προσωπικό |
empregado: 79 phrases in 18 subjects |