DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
empilhador adj.
agric., mech.eng. ανυψωτική άμαξα
industr. τροχοφόρο φορείο στοιβασίας
mater.sc. μηχανή στοιβασίας και αποστοιβασίας παλετών
mater.sc., mech.eng. μεταφορέας-στοιβαστής
transp., industr. περονοφόρο όχημα; περονοφόρο ανυψωτικό όχημα
transp., mech.eng. γερανοφόρον αυτοκίνητον; ανυψωτικό όχημα
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. τροχοφόρο στοιβασίας
empilhador
: 18 phrases in 6 subjects
Forestry5
Industry2
Labor law1
Materials science5
Mechanic engineering2
Transport3