DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
efluente adj.
gen. λύμα; υγρό απόβλητo
environ. απόνερα; λύματα; βραχίονας ποταμού/απαγωγός τάφρος/απόβλητα/λύματα
life.sc. απαγωγός τάφρος; βραχίων ποταμού; ποταμός εκροής
efluentes adj.
environ. βραχίονας ποταμού; απαγωγός τάφρος; απόβλητα; λύματα; βραχίονας ποταμού/απαγωγός τάφρος/απόβλητα/λύματα; απόνερα
efluente
: 81 phrases in 11 subjects
Chemistry1
Earth sciences1
Economy1
Energy industry4
Environment61
General3
Industry2
Information technology1
Life sciences3
Medical1
Nuclear physics3