DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
corte n
agric. υλοτόμιον
anim.husb., food.ind. τεμάχιο
chem. ταγιάρισμα
chem., met. διατομή επιφάνειας
coal. εγκάρσια τομή; αποκεφαλισμός; ακρωτηριασμός
commun. διαγραφή προγράμματος
commun., el. άνοιγμα; απόζευξη
el. αποσύνδεση τροφοδοσίας; αποσύνδεση; διακοπή λειτουργίας; τρήμα; απόξεση; ψηκτρισμός
environ. χορτοκοπή/θερισμός
food.ind. κοπή; έκθλιψη; θραύση; ανάμιξη
forestr. τομή
forestr., industr., construct. διάτμησις
immigr., tech. αποκοπή με "κοπτικό"
industr. κόψιμο των σελίδων; ξάκρισμα; τεμαχισμός; τόρνευση
industr., construct. σχίσιμο κατά μήκος; εγκάρσια κοπή; κομμάτι; αποκοπή
industr., construct., chem. Σπάσιμο; θρυμμάτισμα γυαλιού σε υαλόθραυσμα
industr., construct., met. κόψιμο με ψαλίδι; κόψιμο
law, social.sc. μείωση
mech.eng. αποσύνδεσις; απόζευξις; διακοπή
med. διατομή (sectio); τομή (sectio)
met. λεία κοπή; διαμελισμός; κοπή χωρίς απόβλητα
stat., scient., el. διακοπή προγράμματος
transp. διακοπή τροφοδοσίας
cortar v
gen. διακοπή παροχής
agric. τεμαχίζω; θρυμματοποίηση
Braz., comp., MS περικοπή
comp., MS αποκοπή; αποκόπτω
industr., construct., met. κερματίζω
met. αφαιρώ διά της κοπής; διαμελίζω; διατέμνω; κόβω χωρίς απόβλητα
social.sc. κόβω
corte e
: 43 phrases in 11 subjects
Agriculture11
Electronics1
Environment1
Forestry1
General2
Industry6
Labor law1
Materials science7
Mechanic engineering1
Metallurgy11
Transport1