DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
clitorismo n
med. υπερτροφία κλειτορίδας; στύση κλειτορίδας; υπερτροφία της κλειτορίδος; επώδυνος κατάστασις μετά επιμόνου εκκρίσεως από την κλειτορίδα; γυναικεία ομοφυλοφιλία; κλειτορισμός; τριβαδισμός; τριβαδισμός ή τριβισμός