|
|
gen. |
μεταλλικό κουτί; ταμίας |
account. |
μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία |
agric. |
κιβώτιο ψαριών; ψαροκασέλακν. |
anim.husb. |
θυρεοειδής αδένας |
commer. |
Κουτί |
earth.sc., el. |
ενθέμιο; ικρίωμα |
el. |
κέλυφος; δοχείο; κιβώτιο μπαταρίας; κιβώτιο συσσωρευτή |
fin. |
μετρητά; μετρητά σε επιταγές και στο ταμείο; πόροι σε μετρητά; ταμείο; χρήμα; χρηματικοί πόροι; άτομο που χειρίζεται μετρητά λόγω του επαγγέλματός του; επαγγελματίας χειριστής μετρητών |
fin., scient. |
ελάχιστη βαθμίδα μεταβολής |
food.ind. |
κλωβός; θάλαμος |
industr., construct. |
κλουβί; συρτάρι προίκας |
IT, el. |
περίβλημα |
life.sc., el. |
κέλυφος του συλλέκτη |
market., fin. |
βιβλίο ταμείου; διαθέσιμο κεφάλαιο |
market., lab.law. |
ταμίας επιχειρήσεως |
mater.sc. |
κιβώτιο με πλήρεις πλευρές |
mech.eng. |
πηγάδι ανελκυστήρα; φρεάτιο ανελκυστήρα; κιβώτιο |
met. |
θήκη |
mun.plan. |
κιβωτίδιο για λουκέτο; περικάλυμμα λουκέτου |
transp. |
κουβούκλι οχήματος; κατασκευή οχήματος; μετρητής; κυτιοειδής δομή; κυτιοειδής κατασκευή; καρότσα οχήματος |
transp., industr., construct. |
θήκη γυροσκοπίου επιταχυμέτρου |
transp., mil., grnd.forc., anim.husb. |
κλωβός μεταφοράς πουλερικών |