DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
autoridade n
fin. Αρχή; εξουσιοδότηση
law εξουσία; αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα; εκτελεστική ισχύς νόμου; ισχύς νόμου
autoridade comum de
: 11 phrases in 4 subjects
Construction4
General2
Information technology1
Law4