DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
anticorrosivo adj.
chem. πρόσθημα κατά της σκουριάς; πρόσθημα κατά της διάβρωσης
tech., mater.sc. αντισκωριακό; προϊόν αντισκωριακό
anticorrosivo
: 10 phrases in 8 subjects
Brazil1
Chemistry2
Earth sciences1
General1
Health care1
Industry2
Materials science1
Metallurgy1