DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
aeronave estacionada em terra
transp., avia. ακινητοποίηση στο έδαφος; απαγόρευση πτήσης; καθήλωση στο έδαφος; μη περαιτέρω εκτέλεση πτήσεων