DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
acampamentos n
environ. εργοτάξιο; κατασκήνωση; στρατόπεδο; καταυλισμός; σταθμός; στρατόπεδο/καταυλισμός/κατασκήνωση/σταθμός/εργοτάξιο
acampamento n
environ. στρατόπεδο/καταυλισμός/κατασκήνωση/σταθμός/εργοτάξιο
acampamentos
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1