aberração | |
commun. | εκτροπή |
earth.sc. | ατελής διάθλασις ή συγκέντρωσις των ακτίνων υπό του φακού; το σφάλμα του φακού |
life.sc. | αποπλάνηση; γωνία αποπλάνησης |
med. | χρωματοσωματική ανωμαλία; χρωματοσωμική βλάβη |
| |||
εκτροπή | |||
ατελής διάθλασις ή συγκέντρωσις των ακτίνων υπό του φακού; το σφάλμα του φακού | |||
αποπλάνηση; γωνία αποπλάνησης | |||
χρωματοσωματική ανωμαλία (aberratio); χρωματοσωμική βλάβη (aberratio) | |||
διάυλαση (refractio) |
aberração do: 3 phrases in 2 subjects |
Life sciences | 1 |
Medical | 2 |