convenção | |
gen. | συνέδριο; Σύμβαση |
econ. IT lab.law. | συνθήκη |
environ. | σύμβαση/συνέδριο |
law | ρητή δέσμευση |
law agric. | συμφωνία; σύμβαση |
patente europeia | |
econ. | ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
Parar | |
comp., MS | Διακοπή |
mercado comum | |
econ. | Κοινή Αγορά |
| |||
συνέδριο; Σύμβαση | |||
συνθήκη | |||
σύμβαση/συνέδριο | |||
ρητή δέσμευση | |||
συμφωνία; σύμβαση | |||
Συνέλευση |
Convenção: 1630 phrases in 57 subjects |