acordo | |
econ. | συμφωνία |
law | συμφωνία; συναίνεση; συγκατάθεση; συμβόλαιον; διακανονισμός; διευθέτηση |
law lab.law. | σύμφωνο |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
comércio | |
environ. | εμπόριο |
desenvolvimento | |
industr. construct. | εμφάνιση απόχρωσης |
cooperação | |
environ. | συνεργασία |
entrar | |
Braz. comp., MS | συνδέομαι |
a Comunidade Europeia | |
gen. | η Ευρωπαϊκή Κοινότητα |
Estado | |
econ. | κράτος |
| |||
συμφωνία; συναίνεση; συγκατάθεση; συμβόλαιον; διακανονισμός; διευθέτηση; συμβατική διευθέτηση | |||
σύμφωνο | |||
| |||
συμφωνία; συμφωνία νομικός όρος | |||
| |||
κοινή συμφωνία | |||
| |||
συμφωνία (ΕE) | |||
| |||
συμφωνία διοικητικής φύσεως |
Acordo de Comércio, Desenvolvimento e Cooperação entre a Comunidade Europeia e os seus Estados: 1 phrase in 1 subject |
Commerce | 1 |