![]() |
acordo | |
econ. | συμφωνία |
law | συμφωνία; συναίνεση; συγκατάθεση; συμβόλαιον; διακανονισμός; διευθέτηση |
law lab.law. | σύμφωνο |
sobre | |
Braz. comp., MS | πληροφορίες |
circulação | |
transp. | διάβαση |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
jovem | |
econ. | νέος |
com | |
gen. | με, μαζί με ... |
passaporte coletivo | |
immigr. | ομαδικό διαβατήριο |
entrar | |
Braz. comp., MS | συνδέομαι |
país membro | |
econ. | χώρα μέλος |
Conselho da Europa | |
econ. | Συμβούλιο της Ευρώπης |
| |||
συμφωνία; συναίνεση; συγκατάθεση; συμβόλαιον; διακανονισμός; διευθέτηση; συμβατική διευθέτηση | |||
σύμφωνο | |||
| |||
συμφωνία; συμφωνία νομικός όρος | |||
| |||
κοινή συμφωνία | |||
| |||
συμφωνία (ΕE) | |||
| |||
συμφωνία διοικητικής φύσεως |
Acordo: 1335 phrases in 52 subjects |