| |||
υδατώδες | |||
νερό; ύδωρ ύδατος | |||
| |||
προσθέτω νερό εις το γάλα; ποτίζω | |||
δημιουργω μοαρέ; δημιουργώ νερά; κυματίζω | |||
παίρνω νερό; εφοδιάζομαι με νερό | |||
| |||
νερό | |||
| |||
ύδατα | |||
| |||
πότισμα | |||
πότισμα των ζώων | |||
μοαρέ; ύφασμα με μπάρες και πολυχρωμίες ως προς την όψη του; γκοφράρισμα | |||
ψεκασμός | |||
ανεφοδιασμός σε νερό | |||
English thesaurus | |||
| |||
w | |||
aq. (лат. aqua) | |||
wr | |||
H2O |
water: 3148 phrases in 56 subjects |