DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
washer ['wɒʃə] n
agric. μηχανή πλύσης αγροκτήματος; μηχανή πλύσης
agric., mater.sc. πλυντρίδα
el. φέτα; δίσκος πυριτίου; δισκίο
environ. πλυντρίδα υγρού καθαρισμού
industr., construct. δακτυλιοειδής σύνδεσμος για δοχεία; πλυντήριο; δακτύλιος; ροδέλα; ροδέλλα; δεξαμενή πλύσης
industr., construct., mech.eng. έλαστρο πλύσεως; κύλινδρος πλύσεως
mech.eng. τροχίσκος; δακτυλίδι; απλή ροδέλλα
tech., construct. υδροδιαλογεύς
 English thesaurus
washer abbr.
abbr., agric. wash
washer
: 192 phrases in 17 subjects
Agriculture27
Chemistry2
Coal2
Commerce2
Electronics9
Environment5
Forestry7
General2
Industry11
Labor law3
Materials science3
Mechanic engineering89
Medical3
Metallurgy1
Municipal planning7
Technology2
Transport17