| |||
Ρυθμιστής πίεσης | |||
βαλβίδα αεροθαλάμου | |||
βαλβίδα (valvula) | |||
| |||
βαλβίδες | |||
| |||
βαλβίδα,δικλείδα | |||
βάνακν.; δικλείδα; επιστόμιο | |||
επαγώγιμο,βαλβίδα,εφαρμογή | |||
κλαπέτο; βαλβίδα σαμπρέλας | |||
βαλβίδα (valvis dehiscens) | |||
βαλβίδα ; επιστόμιο | |||
βάνα | |||
English thesaurus | |||
| |||
val; vlv | |||
v |
valve : 1872 phrases in 30 subjects |