rise | |
construct. | κατακόρυφος κλάδος; αντιβαθμίδα; ποδιά της βαθμίδας; υπέρεισμα; ύψος βαθμίδας |
econ. stat. | προσαύξηση |
industr. construct. | σφήνα καλαποδιού |
life.sc. | περίοδος ανυψώσεως |
mater.sc. construct. | πτώση; υπερύψωση στάθμης ταμιευτήρα |
trouser : 8 phrases in 3 subjects |
Fish farming pisciculture | 5 |
Mechanic engineering | 1 |
Textile industry | 2 |