Suspensions | |
fin. polit. | σύστημα πληροφοριών για τις αναστολές |
suspension | |
ed. | προσωρινή αποβολή |
fin. | λήξη απογευματινής συνεδρίασης |
health. pharma. | αναστολή |
med. | ανακρέμαση; εναιώρημα |
transp. | ανάρτηση; αιώρημα; διαγραφή των στελεχών; παύση των στελεχών |
of | |
gen. | από |
official | |
gen. | επίσημος |
| |||
προσωρινή αποβολή | |||
λήξη απογευματινής συνεδρίασης | |||
αναστολή | |||
ανακρέμαση; εναιώρημα | |||
ανάρτηση; αιώρημα; διαγραφή των στελεχών; παύση των στελεχών | |||
ανάρτηση πεπιεσμένου αέρα | |||
| |||
σύστημα πληροφοριών για τις αναστολές | |||
English thesaurus | |||
| |||
suspn | |||
susp (Vosoni) | |||
| |||
S |
suspension: 350 phrases in 37 subjects |