DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
strutting ['strʌtiŋ] n
construct. ενίσχυση; στύλωση; στήριξη
strutting v
gen. αντιστήριγμα
construct. υποστήριξη
strut [strʌt] v
agric. αντιστήριγμα
construct. στοιχείο υπό θλίψη; θλιβόμενη ράβδος
industr., construct. πουντέλι; σταυρόξυλο; γκιοστέκι; ζεύγμα; ντεστέκι; παραστάτης; πλαγιοσύνδεσμος
mech.eng. εγκάρσια δοκίδα; εγκάρσιο στυλίδιο
transp., construct. αμφιστύλωμα; διαδοκίδα συγκρατήσεως; υποστύλωμα; στύλος
transp., mech.eng. αντηρίδα; στυλίδιο
to strut [strʌt] v
construct. υποστυλώνω; στηρίζω; τοποθετώ αντηρίδες; υποστηρίζω
transp. να στηριχθεί
struts v
transp., construct. αντιστηρίγματα
strutting
: 84 phrases in 7 subjects
Astronautics2
Chemistry1
Construction4
Industry6
Materials science1
Mechanic engineering7
Transport63