![]() |
| |||
εντολή με όριο μέγιστης ζημίας; εντολή ενεργοποιούμενη σε συγκεκριμένο όριο; εντολή stop loss; εντολή αγοράς σε ορισμένη τιμή για να αποφευχθεί ζημία | |||
English thesaurus | |||
| |||
so |
stop order: 16 phrases in 3 subjects |
Communications | 8 |
Finances | 7 |
Marketing | 1 |