DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
steeping ['stiːpɪŋ] n
gen. διαποτισμός
steeping ['stiːpɪŋ] v
gen. εμβάπτιση
environ., nat.res. απολύμανση με εμβάπτιση
food.ind., chem. διαβροχή
forestr. εμποτισμός με ελεύθερη εμβάπτιση
industr., construct. μούλιασμα; μούσκεμα
steeping
: 23 phrases in 3 subjects
Agriculture20
Forestry1
Industry2