![]() |
| |||
μετωπιαία σύνδεση; σύνδεση με αρμοκάλλυμα | |||
| |||
συνένωση καλωδίων | |||
συναρμογή; αμμάτιση; κέστρα; καβίλια; ματισιά | |||
ωρίμανση; συγκόλληση; εκτομή-συνένωση; μάτισμα | |||
ένωση | |||
| |||
Σύνδεση | |||
σύνδεσμος δύο σωλήνων; αρμός; σύνδεσμος | |||
συγκόλληση; συνδετήρας; σύνδεση | |||
μάτιση | |||
συναρμογή | |||
ένωση; ματισιά; μάτισμα | |||
συναρμογή κατ'άκρα; σύνδεση με αρμοκαλύπτρα | |||
σημείο συγκόλλησης | |||
| |||
ενώνω; συναρμόζω; συνδέω | |||
English thesaurus | |||
| |||
shorthand programming language in COBOL environment; simulation program with large-scale integrated circuit emphasis |
splice: 92 phrases in 9 subjects |
Communications | 5 |
Construction | 2 |
Electronics | 14 |
General | 1 |
Industry | 18 |
Mechanic engineering | 15 |
Medical | 6 |
Metallurgy | 20 |
Transport | 11 |