![]() |
| |||
ψώνια | |||
| |||
πρόσφυση | |||
αγορά βιβλίων; απόκτηση βιβλίων | |||
πράξη αγοράς | |||
αγορά/προμήθεια | |||
αγορά | |||
| |||
αγορά; προμήθεια | |||
| |||
υψώνω με τη βοήθεια μηχανικού μέσου | |||
| |||
οι προμήθειες που καταβάλλονται σε τρίτους για αγορές ή πωλήσεις που διενήργησαν για λογαριασμό της επιχείρησης | |||
| |||
αγοράζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
purchases account (Andrey Truhachev) | |||
| |||
pchs |
purchases: 234 phrases in 24 subjects |