| |||
αστοχώ | |||
| |||
παροχή στέγασης | |||
προμηθεύω (To configure a user account and enable the account with access to some form of service) | |||
λογιστικό αποθεματικό | |||
προμήθειες | |||
πρόβλεψη παροχής | |||
αντίκρισμα; πρόβλεψη | |||
όρος' διάταξη | |||
διάταξη | |||
| |||
εφοδιασμός | |||
προβλέψεις | |||
προσωρινές πιστώσεις; προσωρινή πίστωση | |||
| |||
εφοδιασμός | |||
| |||
επισιτίζω; τροφοδοτώ | |||
| |||
προμήθεια (The act of supplying and configuring computing resources) | |||
English thesaurus | |||
| |||
provn | |||
prov; provis |
provision : 457 phrases in 40 subjects |