| |||
ενίσχυση; στήριξη; στύλωση; υποστήριξη | |||
υποστήριξη της ρωγμής | |||
| |||
πάσσαλοι; πάσσαλος αμπέλου; σιδηροπάσσαλοι υποστυλώσεως πρέμνων; στήριγμα αμπέλου; στυλιάρια; στύλοι; φουρκάδες | |||
ορθοστάτης | |||
ορθοστάτης ορυχείων | |||
μπουντέλι; στήριγμα | |||
| |||
τοποθετώ αντηρίδες; υποστηρίζω; υποστυλώνω | |||
| |||
στηρίγματα; στύλοι | |||
English thesaurus | |||
| |||
propionate | |||
propping agent |
propping : 27 phrases in 5 subjects |
Agriculture | 2 |
Life sciences | 2 |
Mechanic engineering | 13 |
Statistics | 2 |
Transport | 8 |