DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
plunger ['plʌnʤə] n
agric. κόπανος
earth.sc., mech.eng. συμπαγές έμβολο
el. έμβολο σε ρυθμιζόμενο βραχυκύκλωμα
industr., construct., met. μαστός προφόρμας; μαστός
mech.eng. καταδυτικόν έμβολον; ολισθαίνουσα σφήνα; βλήτρο; βύσμα αναστολής; πείρος αναστολής; έμβολο αντλίας πετρελαίου; βυθιζόμενη σφήνα
met. εμβολέας
met., mech.eng. έμβολο έγχυσης
plungers n
construct. βαλβίδες
 English thesaurus
plunger ['plʌnʤə] abbr.
abbr., oil plngr
plunger
: 106 phrases in 14 subjects
Agriculture10
Astronautics1
Chemistry15
Coal1
Earth sciences5
Electronics4
Environment1
Industry21
Information technology1
Materials science1
Mechanic engineering33
Metallurgy5
Municipal planning1
Transport7