| |||
πηχάκι; καδρόνι | |||
| |||
ξύλινος ισοπεδωτής | |||
χονδροσανίς; μαδέρι | |||
σανίδα | |||
| |||
πέτσωμα με επηγκενίδεςκν.; περίβλημα ξύλινου σκάφους; σανίδωμακν. | |||
ξυλεία πριστή εις πλάκας | |||
Επίστρωμα σανίδωμα | |||
σανίδωμα πυθμένα | |||
πλευρικά ελάσματα; πέτσωμα; επένδυση; περίβλημα | |||
English thesaurus | |||
| |||
pk |
planks : 41 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 14 |
Construction | 12 |
Transport | 15 |