DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
partly paid share
fin. μετοχή μερικώς εξωφλημένη; μετοχή που δεν είναι πλήρως εξοφλημένη; μη αποπληρωμένη μετοχή; μερικώς εξοφλημένη μετοχή
partly paid share
: 5 phrases in 1 subject
Finances5