Ownership | |
comp., MS | Κυριότητα |
ownership | |
gen. | ανάληψη ευθύνης; αρχή της αυτοδιάθεσης; αρχή της ιδίας ευθύνης |
econ. | ιδιοκτησία |
reservation | |
account. | πρώτη αξιολόγηση έκθεσης |
commun. IT | στατικός καταμερισμός |
commun. transp. avia. | κράτηση θέσεων |
econ. | κράτηση θέσης |
| |||
ανάληψη ευθύνης; αρχή της αυτοδιάθεσης; αρχή της ιδίας ευθύνης | |||
ιδιοκτησία | |||
ιδιοκτησία/κυριότητα | |||
| |||
Κυριότητα (A field which appears in the "Company Information' section of the default "Account" form) | |||
English thesaurus | |||
| |||
O |
ownership: 100 phrase in 23 subjects |