DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
mixer ['mɪksə] n
agric. αναδευτήρας κοπριάς
commun. μίκτης; συχνότητα μείκτη
commun., el. μείκτης
el. κρυσταλλικός μίκτης
industr. αναδευτήρας
industr., construct., met. αναμίκτης
lab.law. χειριστής MIXER; παρασκευαστής τροφίμων; παρασκευαστής παγωτών; ζυμωτής αρτοποιΐας; αναμίκτης πλαστικών υλών
mech.eng. αναδευτήρας με ατέρμονα κοχλία; κοχλίας ανάδευσης; αναδευτικός κοχλίας
met. αναμικτήρας
met., mech.eng. θάλαμος αναμείξεως
pharma., chem. αναμείκτης
transp. αναμεικτήρας
mixer cement- ['mɪksə] n
forestr. αναμεικτήρας σκυροδέματος; μπετονιέρα
mixers n
mun.plan., agric. αναμείκτης
mixer
: 214 phrases in 22 subjects
Agriculture27
Chemistry69
Coal1
Communications7
Construction7
Earth sciences3
Electronics17
Energy industry1
Environment1
Finances2
Food industry3
Industry23
Information technology4
Labor law3
Mechanic engineering11
Metallurgy9
Microsoft1
Municipal planning1
Natural sciences4
Pharmacy and pharmacology2
Technology2
Transport16