mechanical | |
gen. | μηχανική; μηχανικό |
forestr. | μηχανικός ξυλοπολτός |
traverse motion of a ring doubling and twisting frame | |
tech. industr. construct. | κίνηση φορείου αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
| |||
μηχανική; μηχανικό | |||
μηχανικός | |||
| |||
μηχανικός ξυλοπολτός | |||
English thesaurus | |||
| |||
mech | |||
mecha; meh-ka | |||
muzzle hatch |
mechanical: 552 phrases in 40 subjects |