![]() |
liabilities | |
fin. account. | εξωτερικά δάνεια; εξωτερικά κεφάλαια; καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια |
insur. | παθητικόν |
stat. commun. IT | προδιάθεση |
liability | |
econ. | ευθύνη |
fin. | χρέος |
fin. account. | παθητικό; στοιχείο του παθητικού; το παθητικό |
for | |
gen. | για |
period | |
med. | περίοδος |
| |||
υποχρέωση | |||
προδιάθεση | |||
ευθύνη | |||
χρέος; επισφαλής απαίτηση; πιστωτικός λογαριασμός; πληρωτέο χρέος | |||
παθητικό; στοιχείο του παθητικού; το παθητικό | |||
υπαιτιότητα; αρμοδιότητα; ενοχή; ευθύvη | |||
αστική ευθύνη | |||
| |||
παθητικό | |||
στοιχεία του παθητικού υποχρεώσεις | |||
αδρανείς αξίες; παθητικές αξίες | |||
καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | |||
παθητικόν | |||
προδιάθεση | |||
| |||
ενοχή | |||
| |||
εξωτερικά δάνεια; εξωτερικά κεφάλαια | |||
English thesaurus | |||
| |||
something that works to one’s disadvantage |
liabilities: 389 phrases in 25 subjects |