DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
liabilities [,laɪə'bɪlɪtɪz] n
account. παθητικό
econ., fin., insur. στοιχεία του παθητικού υποχρεώσεις
econ., market. αδρανείς αξίες; παθητικές αξίες
fin., account. καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια
insur. παθητικόν
stat., commun., IT προδιάθεση
liability ['laɪə'bɪlɪtɪ] n
account. υποχρέωση
commun. προδιάθεση
econ. ευθύνη
fin. χρέος; επισφαλής απαίτηση; πιστωτικός λογαριασμός; πληρωτέο χρέος
fin., account. παθητικό; στοιχείο του παθητικού; το παθητικό
law υπαιτιότητα; αρμοδιότητα; ενοχή; ευθύvη
law, insur. αστική ευθύνη
liability Subjection to a legal obligation. Liability is civil or criminal according to whether it is enforced by the civil or criminal courts ['laɪə'bɪlɪtɪ] n
environ. ενοχή
liabilities [,laɪə'bɪlɪtɪz] adj.
fin., account. εξωτερικά δάνεια; εξωτερικά κεφάλαια
 English thesaurus
liability ['laɪə'bɪlɪtɪ] n
law something that works to one’s disadvantage
liabilities
: 389 phrases in 25 subjects
Accounting34
Agriculture2
Astronautics1
Banking1
Business9
Economy45
Environment27
Finances97
General9
Government, administration and public services1
Industry1
Insurance21
Law57
Marketing55
Materials science1
Medical2
Microsoft1
Nuclear physics1
Politics2
Procedural law1
Scientific1
Statistics4
Taxes7
Technology1
Transport8